- τρίκ
- το άκλ. трюк, ловкая проделка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρικ — και τρυκ, το, Ν άκλ. 1. τρόπος σκηνοθεσίας που αποδίδει την πραγματικότητα με παραπλανητικό τρόπο 2. τέχνασμα, κόλπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. truc, λ. προβηγκιακή με σημ. «χτύπημα»] … Dictionary of Greek
τρικ — το άκλ. (λ. γαλλ.), τέχνασμα, κόλπο, τρόπος σκηνοθεσίας που αποδίδει παραπλανητικά την πραγματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
τρικέζα — η, Ν σκηνοθετικό μηχάνημα για τη δημιουργία εντυπωσιακών τρικ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. truqueuse, θηλ. του επιθ. truqueus «σχετικός με το τρικ» (< truquer < truc)] … Dictionary of Greek
τρυκ — το, Ν άκλ. βλ. τρικ … Dictionary of Greek
Κλερ, Ρενέ — (René Clair, Παρίσι 1898 – 1981). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού Ρενέ Λισιέν Σομέτ (René LucienChomette). Ήταν συνδεδεμένος στενά με τους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού. Το 1920 δέχτηκε να εμφανιστεί,… … Dictionary of Greek
Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
τρυκ — το βλ. τρικ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)